Μοσχοκάρυδο
Το μοσχοκάρυδο προέρχεται από τα νησιά Μπάντα της Ινδονησίας και ανακαλύφθηκε από τους Πορτογάλους το 1512. Η σημασία του σπόρου του μοσχοκάρυδου πολλαπλασιάστηκε από τους Ολλανδούς.
Η ονομασία μοσχοκάρυδο προέρχεται από το λατινικό nux muscatus, που σημαίνει «μοσχομυρωδάτο καρύδι». Στην Ινδία, το μοσχοκάρυδο είναι γνωστό ως Jaiphal.
Σύμφωνα με την εθνο-ιατρική βιβλιογραφία, το έλαιο από σπόρους μοσχοκάρυδου χρησιμοποιήθηκε για εντερικές διαταραχές από τους Ινδούς, στην ταρίχευση από τους Αιγύπτιους και για τη θεραπεία της πανώλης από τους Ιταλούς.
Οι παραδοσιακές χρήσεις των σπόρων μοσχοκάρυδου περιλαμβάνουν τη θεραπεία αιμορροΐδων, χρόνιου εμέτου, ρευματισμών, χολέρας, ψύχωσης, κραμπών στο στομάχι, ναυτίας και άγχους.